φορμαμίδιο

φορμαμίδιο
το, Ν
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, αμίδιο τού μυρμηκικού οξέος, γνωστό και ως μεθαναμίδιο, το οποίο χρησιμοποιείται ως ιοντίζων διαλύτης και ως χημικό ενδιάμεσο σε οργανικές συνθέσεις, ιδίως τού υδροκυανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formamide < form- (< formic [acid] < λατ. formica «μυρμήγκι») + amide (βλ. αμίδια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”